συναπτόμενοι

συναπτόμενοι
συνάπτω
join together
pres part mp masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ετερογαμία — Τρόπος αμφιγονικής αναπαραγωγής, κατά την οποία οι συναπτόμενοι γαμέτες προέρχονται από διαφορετικά άτομα. Η ε. μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανισογαμία αν υπάρχει διαφορά μεγέθους και μορφής μεταξύ των γαμετών ή μεταξύ των γεννητικών κυττάρων των… …   Dictionary of Greek

  • αλληλούχοι — ἀλληλοῦχοι, α (Α) αυτοί που έχουν συνάφεια μεταξύ τους, οι συναπτόμενοι, οι συνεχόμενοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού τύπου *ἀλληλοῦχος < ἀλληλο * + οῦχος < ἔχω. ΠΑΡ. ἀλληλουχία αρχ. μσν. ἀλληλουχῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”